- ασκόνταφτος
- η , ο1) неспоткнувшийся или неспотыкающийся; 2) перен. гладкий, без препятствий, беспрепятственный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασκόνταφτος — η, ο αυτός που δε σκόνταψε, που δε συνάντησε εμπόδια: Σ όλες του τις δουλειές είναι ως τα τώρα ασκόνταφτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασκόνταφτος — η, ο 1. αυτός που δεν σκοντάφτει σε δυσκολίες, ανεμπόδιστος 2. ανεπίληπτος … Dictionary of Greek